Το παιχνίδι είναι μια ουσιαστική πτυχή της παιδικής ανάπτυξης που εκτείνεται πέρα από την απλή ψυχαγωγία. Διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη των γνωστικών, κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη και τη μελλοντική επιτυχία του παιδιού. Από ψυχολογική άποψη, το παιχνίδι θεωρείται η «εργασία» της παιδικής ηλικίας, καθώς επιτρέπει στα παιδιά να μάθουν για τον κόσμο γύρω τους και να αναπτύξουν την αίσθηση του εαυτού τους.
Έρευνες έχουν δείξει ότι το παιχνίδι είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ανάπτυξη των παιδιών έως την ηλικία τουλάχιστον των 12 ετών, αν και τα οφέλη του μπορεί να επεκταθούν στην εφηβεία, αλλά και μετέπειτα. Μέσω του παιχνιδιού, τα παιδιά αναπτύσσουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, δημιουργικότητας, φαντασίας και συναισθηματικής ρύθμισης.
Μαθαίνουν επίσης, σημαντικές κοινωνικές δεξιότητες όπως η συνεργασία, η διαπραγμάτευση και η επικοινωνία. Δυστυχώς, τα παιδιά σήμερα συχνά στερούνται το παιχνίδι λόγω των αυξανόμενων σχολικών απαιτήσεων και του υπερβολικού προγραμματισμού. Πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα επικεντρώνονται κυρίως στην επίδοση των μαθημάτων μελέτης, συχνά σε βάρος της φυσικής αγωγής, της τέχνης και του διαλείμματος. Αυτή η υπερφόρτωση της σχολικής πίεσης μπορεί να οδηγήσει σε στρες, άγχος και εξάντληση, που μπορεί να εμποδίσουν τη συνολική ανάπτυξη του παιδιού.
Είναι σημαντικό για τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και τους υπεύθυνους χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής, να αναγνωρίσουν την αξία του παιχνιδιού και να το ενσωματώσουν στη ζωή των παιδιών.